στόρηση

στόρηση
η картина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στόρηση" в других словарях:

  • στόρηση — η, Ν βλ. ιστόρηση …   Dictionary of Greek

  • ἱστορήσῃ — ἱστορέω inquire into aor subj mid 2nd sg ἱστορέω inquire into aor subj act 3rd sg ἱστορέω inquire into fut ind mid 2nd sg ἱ̱στορήσῃ , ἱστορέω inquire into futperf ind mp 2nd sg ἱ̱στορήσῃ , ἱστορέω inquire into futperf ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστόρηση — και στόρηση, η (Μ ἱστόρησις) [ιστορώ] 1. αφήγηση ή περιγραφή γεγονότων, εξιστόρηση 2. διακόσμηση με ζωγραφικές παραστάσεις από τη βιβλική και εκκλησιαστική παράδοση μσν. μορφή, όψη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»